- ἠπειρόθεν
- ἠπειρόθεν, Adv.A from the mainland, Arat.1094.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηπειρόθεν — ἠπειρόθεν (Α) επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
ἠπειρόθεν — from the mainland indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… … Dictionary of Greek